- φίλαμα
- -άματος, τὸ, Αψευδοδωρ. τ. τού φίλημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίλαμα — φίλᾱμα , φίλημα kiss neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BUBULCI — iam Siracidis aetate contemptim habiti, vide Ecclesiastic. c. 38. v. 26. unde nihil mirum, quod in Theocriti Bucolisco Eunica puella bubulcum hôc sermone repellat, ἔῤῥ᾿ ἀπ᾿ ἐμεῖο. Βωκόλος ὢν ἐθέλεις με κύσαι, τάλαν: οὐ μεμάθηκα Α᾿γροίκως φιλέειν … Hofmann J. Lexicon universale
φίλημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φίλαμα Α [φιλώ] 1. επαφή τών χειλιών σε μέρος τού σώματος άλλου προσώπου ή ζώου ή και πράγματος, η οποία αποτελεί έκφραση έρωτα, πόθου, στοργής ή σεβασμού, ασπασμός, φιλί 2. εκκλ. ενέργεια που αποτελεί σύμβολο τής… … Dictionary of Greek